Το ποτάμι που αγάπησα, ονομάζεται Αχέροντας κι η φίλη μου η Λίτσα μας το “διαφήμιζε” χρόνια τώρα.
Είναι βλέπετε τα δικά της μέρη αυτά, τα μέρη που γεννήθηκε, που μεγάλωσε και που παρόλο που χρειάστηκε ν’ αφήσει, δεν έκοψε ποτέ τους δεσμούς της μαζί τους. Κάθε χρόνο τα επισκέπτεται και κάθε φορά που επιστρέφει μας γεμίζει εικόνες που εξάπτουν την δική μας φαντασία και περιέργεια.
Γι αυτό και φέτος αποφασίσαμε να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι τα όσα μας περιέγραφε τόσο καιρό.
Και κάπως έτσι βρεθήκαμε να διασχίζουμε το ποτάμι με καγιάκ. Φορέσαμε σωσίβια, κάναμε κουπί κι ακολουθήσαμε τη ροή του, φτάνοντας μέχρι τις εκβολές του, στο Ιόνιο Πέλαγος. Όλα όσα είδαμε σ’ αυτή την διαδρομή θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη μας.
Πλατάνια να ξεπετάγονται κυριολεκτικά μέσα από τα νερά του ποταμού.
Αηδονοφωλιές να κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων.
Χελώνες να βολτάρουν νωχελικά κάτω από τον καυτό ήλιο και κάστορες να βγάζουν τα κεφαλάκια τους από τις φωλιές τους σαν να θέλουν να μας χαιρετήσουν πριν χαθούν και πάλι μέσα στα νερά.
Το τραγούδι των πουλιών κι οι συνομιλίες των βατράχων ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν.
Κι εμείς οι υπόλοιποι παραμέναμε σιωπηλοί, με μάτια έκπληκτα από την τόση ομορφιά γύρω μας.Όταν η “βαρκάδα” μας τελείωσε, γυρίσαμε πίσω στο χωριό, στον Μεσοπόταμο όπου η κυρά Βασιλική μας περίμενε με τη νόστιμη μπρατσάλα της ψημένη, έτοιμη για φάγωμα.
Μπρατσάλα, σ’ αυτά τα μέρη λένε την κρεμμυδόπιτα. Και την φτιάχνουν με καλαμποκάλευρο. Φυσικά και της ζήτησα τη συνταγή.
Και μου την έδωσε, με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο. Χωρίς αναλογίες και μετρήματα.
“Με το μάτι, παιδάκι μου..” όπως μου είπε, “έτσι μαγειρεύουμε εμείς στο χωριό. Με το μάτι.”
“Πάρε 4 ματσάκια φρέσκα κρεμμύδια, πλύντα καλά, χοντρόκοψε μόνο το πράσινο μέρος κι ελάχιστο από το λευκό και βάλτα σε σουρωτήρι. Αλάτισε τα καλά και τρίψτα με τα χέρια σου για να φύγει η αψάδα τους. Ξέπλυνε τα με άφθονο νερό κι άστα να στραγγίξουν. Πάρε το ταψί σου και λάδωσε το καλά. Πολύ καλά. Σε μια λεκάνη ρίξε τα κρεμμύδια, ένα ματσάκι άνηθο κι ένα ματσάκι μαϊντανό, φέτα τριμμένη, αλάτι και πιπέρι. Ανακάτεψε τα και ρίξε το καλαμποκάλευρο. Πρόσθεσε 1 κούπα χλιαρό νερό και 2/3 της κούπας γάλα. Αυτό θα σου δώσει το χυλό. Αν ο χυλός είναι αραιός πρόσθεσε κι άλλο καλαμποκάλευρο. Αν πάλι ο χυλός είναι παχύς, αραίωσε τον με λίγο νεράκι. Όλο αυτό το στρώνεις στο ταψί και ρίχνεις από πάνω κι άλλο ελαιόλαδο. Πρόσεχε παιδάκι μου, στην πίτα σου να φαίνεται πιο πολύ το πράσινο κι όχι ο χυλός. Σταύρωσε το ταψί σου και ψήσε την πίτα σου σε καλά ζεσταμένο φούρνο.”
Την λάτρεψα. Και την πίτα και την κυρά Βασιλική.
Με αγάπη
MamaTsita